Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Ευσυνείδητος πολίτης


Δεν ξέρω αν μπορώ να ξέρω
Τι κάποια μέρα θα συμβεί
Δεν ξέρω αν θέλω να ξέρω
Τι ο κόσμος θα γενεί
Λατρεύω την αδιαφορία
Με βολεύει, με βολεύει φοβερά
Λατρεύω την εθελοτυφλία
Με κάνει να αισθάνομαι καλά
Δεν ξέρω αν έχω τύψεις
Για κάτι που δεν έπραξα
Δεν ξέρω τι εστί τύψις
Εξάλλου ποτέ δεν ένιωσα
Στέκομαι θεατής και άπραγος
Έτσι τουλάχιστον μου λένε
Στέκομαι θεατής και άεργος
Εξάλλου οι άλλοι πάντα φταίνε
Δια την υπογραφήν,
Ζαχαρένια Ρανιέρη







Πνοή

Το κεφάλι μου,
καζάνι που βράζει άνθη.
Οδήγησα τα σύννεφα
σε μια μικρή αμμουδιά
για να φανεί ο ήλιος.
Ξύπνησα σαν από όνειρο,
και είδα την ομορφιά της ζωής.
Αυτού του θείου δώρου.
Κοιτάζω τον ουρανό,
ψάχνοντας την τροχιά της ζωής μου.
Κάποτε οι τοίχοι των σπιτιών
δεν θα μ’ εμποδίζουν.
Κάποτε θα τρέξω πιο γρήγορα από τα άλογα,
και θα πετάξω πιο δυνατά από τα πουλιά.
Θα ξεπεράσω το σώμα μου,
γιατί η ψυχή μου είναι ελεύθερη…
Νάνσυ Κοκκινάκη

Επανάσταση

Επαναστάτησες! Και τώρα τι;
Τι; Θα σου πω εγώ...
Σκοτάδι, κενό... Τίποτα.
Τίποτα δεν έμεινε όρθιο.
Όλα σωριάστηκαν...
Σωριάστηκαν κάτω και έμεινε μόνο ένα πράγμα.
Έμειναν αμέτρητα ερωτηματικά.
Κάποια ερωτηματικά που δεν ξέρεις
αν θα πάρεις απαντήσεις.
Οι απαντήσεις θα σε βοηθούσαν να καταλάβεις.
Αλλά πού είναι; Πουθενά...
Όλοι σε εγκατέλειψαν.
Σε άφησαν στη μοίρα σου.
Σε άφησαν να πνίγεσαι.
Να ζητάς βοήθεια και να μην παίρνεις απαντήσεις...
Θες να φωνάξεις, αλλά δεν μπορείς.
Περιμένεις κάποιον να σε βοηθήσει.
Αλλά άδικα... Δεν υπάρχει κανείς.
Τώρα πρέπει να τα κάνεις όλα μόνος σου.
Πρέπει να προσπαθήσεις, να παλέψεις
και στο τέλος να νικήσεις.
Αλλά μπορείς; Δεν ξέρεις...
Έτσι, όλα σκοτεινιάζουν.
Μαρία Κοντορίνη

Η αξία της αληθινής φιλίας

Μιά φορά, πριν πολλά χρόνια, που περνούσα μια δύσκολη περίοδο (η γυναίκα μου με είχε αφήσει, με είχαν απολύσει από τη δουλειά μου και μου έκαναν έξωση από το σπίτι μου) είχα φτάσει στο υπέρτατο επίπεδο απελπισίας και είχα αποφασίσει να θέσω ένα τέλος σε όλα.

Ήταν 29 Αυγούστου 1983, όταν εκείνο το πρωινό αποφάσισα πως επιτέλους είχε φτάσει η τελευταία μου μέρα σε αυτόν το σκληρό και άδικο κόσμο. Όταν το ρολόι χτύπησε 12, έβαλα το αγαπημένο μου κοστούμι, γυάλισα τα παπούτσια μου, φόρεσα την κόκκινη με μωβ ρίγες γραβάτα που μου είχε χαρίσει ο Πάμπλο, έβαλα την αγαπημένη κολόνια της Μελίσα και χτένισα τα μαλλιά μου. Στη συνέχεια τηλεφώνησα σε όσους μου μιλούσαν ακόμα για το στερνό αντίο και κατά τις 2 έφυγα από το σπίτι.

Με το παλιό σαραβαλάκι μου να αγκομαχεί, βγήκα από την πόλη του Σαν Φρανσίσκο και έφτασα στην ξακουστή γέφυρα. Ανέβηκα πάνω στο πρώτο σίδερο, αλλά μόλις κοίταξα κάτω με τύλιξε ένα τρέμουλο και άρχισα να φοβάμαι. (Μικρός είχα ίλιγγο, αλλά είχα την εντύπωση πως μου είχε περάσει). Όμως έπρεπε να ολοκληρώσω το στόχο μου για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Στο τέλος τα κατάφερα να ανέβω δέκα μέτρα, αν και έτρεμα και είχα γίνει ολόγρος από τον ιδρώτα. Σιγά-σιγά, και με πολύ κόπο, ανέβηκα σε ένα ικανοποιητικό ύψος. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να πηδήξω, ένα αμάξι τραβάει την προσοχή μου γιατί έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σταμάτησα με αγωνία για να δω αν τρακάρει ο οδηγός, που υπέθετα πως ήταν μεθυσμένος. Όμως το αμάξι σταμάτησε δίπλα στο δικό μου. Είδα τη γνώριμη φιγούρα του μελαμψού μαυρομάλλη καλύτερού μου φίλου, που όμως τώρα ήμασταν τσακωμένοι και δεν μιλούσαμε.

Τον άκουγα να με παρακαλεί να κατέβω, αλλά τα λόγια του μπλέκονταν με τους λυγμούς μιας γυναίκας που αμέσως αναγνώρισα. Ήταν η Μελίσα, είχε γυρίσει! Όμως έπρεπε να τελειώσω την αποστολή μου, γιατί έτσι κι αλλιώς ήμουν τελειωμένος. Τότε ήταν και η στιγμή που άκουσα τον Πάμπλο να λέει: «Θυμάσαι πόσα περάσαμε, από τι καταστάσεις έχουμε επιβιώσει· όταν είχε πεθάνει ο πατέρας και κατεβήκαμε μαζί στην πόλη για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, γεννηθήκαμε την ίδια μέρα, περάσαμε τόσα και τώρα θα τα παρατήσεις; Τουλάχιστον περίμενε και εμένα να πέσουμε μαζί, αφού είναι γραπτό να είμαστε πάντα μαζί από την ημέρα που γεννηθήκαμε μέχρι τη μέρα που θα πεθάνουμε».

Αυτά τα λόγια πραγματικά με άγγιξαν στην καρδιά και τότε, ως δια μαγείας, είδα πόσα λίγα είχα και δει και κάνει στη ζωή και πόσα είχα να κάνω ακόμα. Τότε άρχισα να σκέφτομαι πιο ορθολογικά. Άρχισα σιγά-σιγά να κατεβαίνω. Όμως πέντε μέτρα από το έδαφος, ζαλίστηκα και έπεσα κάτω. Ευτυχώς έσπασα το χέρι μου και τίποτα άλλο.

Όσα εκατομμύρια και να έβγαλα μετά, ό,τι και να έκανα, το χρωστάω σε αυτόν. Ήταν ο καλύτερός μου φίλος, ο αδερφός που ποτέ δεν είχα· ένας άγγελος. Ας είναι καλά στον κόσμο που βρίσκεται τώρα.

Δημήτρης Φιλιππάκης




Το κείμενο είναι από το λεύκωμα της λογοτεχνικής ομάδας του Λυκείου Κολυμβαρίου