Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Το λουλούδι

Σκοτείνιαζε. Τα φώτα της πόλης έχυναν το φως τους σαν λιωμένο κερί στα στενά και στους δρόμους της. Έξω έκανε φοβερό κρύο. Άνθρωποι περπατούσαν βιαστικά στους δρόμους, σαν τα μερμήγκια, για να χωθούν στην ζέστη των μαγαζιών ή των σπιτιών τους.
Δρασκέλιζε με αργό βήμα το πεζοδρόμιο, ζαλισμένος. Ήταν αργά πια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα .Έτσι του είχε πει ο γιατρός. Θα πέθαινε…Εδώ και ώρα περιπλανιόταν στην πόλη άσκοπα, μόνο και μόνο για να ξαναδεί τα σημεία της ύπαρξης του, μέσα από τα μέρη που έζησε. Τώρα, κατευθύνονταν προς την θάλασσα. Ήταν η καλύτερη του φίλη από μικρό παιδί ,δίπλα σε αυτή μεγάλωσε παίζοντας, μα αργότερα την ξέχασε…
Έφτασε. Η θάλασσα απλώνονταν μπροστά του ,καθρέπτης της νύχτας , έσμιγε με τον ουρανό, γεμάτος χιλιάδες χρυσά αστέρια , ενώ το ολόγιομο φεγγάρι του χαμογελούσε. Η θάλασσα μάγευε τον ουρανό και ο ουρανός την θάλασσα. Το θαλασσινό αεράκι ανασάλευε και αυτό συνεπαρμένο και γέμιζε τον κόσμο αρώματα της θάλασσας. ‘Κρίμα που πρέπει πάντα να βραδιάζει, για να προσέχει κανείς τις ομορφιές του κόσμου’ ,σκέφτηκε. Κάθισε κάτω στα βότσαλα. Κοίταζε μακριά στο κενό…. Και τότε δάκρυσε…
‘Ολόγυρα μας απλώνεται η άβυσσος, το χάος και ανάμεσα υπάρχει ο κόσμος σαν σπάνιο άνθος, ασύγκριτο στην ομορφιά , μαγευτικό ,κρυμμένο ανάμεσα σε πέτρες και βράχια. Εμείς είμαστε κομμάτι του ,αλλά και αυτό βρίσκεται μέσα μας., για αυτό και μας είναι δύσκολο να το αποχωριστούμε. Μα , δυστυχώς , έχουμε δύο επιλογές, ή να ζήσουμε έστω για λίγο κοντά του και ύστερα να φύγουμε, να χαθούμε…ή να μην ζήσουμε καθόλου ,μην αντέχοντας στην ιδέα να το αποχωριστούμε, ασυμβίβαστοι με τους κανόνες της ζωής...Οι πιο δυνατοί και γενναίοι διαλέγουν να ζήσουν κοντά του ,ελπίζοντας να ζήσουν όσον το δυνατό περισσότερο. Ωστόσο ,συχνά ξεχνάνε το σκοπό τους και περιπλανιόνται χρόνια ολόκληρα στις πέτρες και στα βράχια γύρω του, ώσπου κάποια στιγμή πριν έρθει η ώρα να φύγουν ,θυμούνται το σκοπό τους… Και τότε είναι που μετανιώνουν, και ζητάνε να μείνουν λίγο παραπάνω. Όμως οι κανόνες δεν μπορούν να αλλάξουν , αυτοί απλώς τους δέχτηκαν, και πληρώνουν τώρα το τίμημα. Και φεύγουν χωρίς καν να γνωρίζουν ποιος το φύτευσε , πως και γιατί…έτσι μάταια.’
Σταμάτησε για λίγο τις σκέψεις του. Αναλογίστηκε τον εαυτό του . Ανήκει χωρίς αμφιβολία σ’ αυτούς που ξέχασαν.
‘ Πολύ σύντομα θα έρθει και η σειρά μου να φύγω . Μέχρι τώρα δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω γιατί κάποιοι άνθρωποι κοιτάζουν το φεγγάρι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όσοι δεν ξέχασαν τον στόχο τους και απορούν με τόση μαγεία που κρύβει μέσα του το λουλούδι . Στο φεγγάρι, λοιπόν, σ’ αυτό τολμούν να πουν τις σκέψεις τους, να του σιγοψιθυρίσουν τα όνειρα τους , του τα λένε συλλαβιστά για να μην τα ξεχάσουν…κι ονειρεύονται…ονειρεύονται να μείνουν κι άλλο …. Κι αυτό τους το όνειρο είναι το όνειρο του αδυνάτου κι έχει δικό του όνομα ...το λένε ελπίδα.’


Μαρία Μινωτάκη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Mαρία το άρθρο σου ωραίο και για μας τους μεγαλύτερους, πραγματικό και αρκετά μελαγχολικό. Τώρα όμως έχουμε Ανοιξη και Ανάσταση, ας χαρούμε την ομορφιά και το άρωμα των λουλουδιών!